- ἀνυπόκριτον
- ἀνυπόκριτοςwithout dissimulationmasc/fem acc sgἀνυπόκριτοςwithout dissimulationneut nom/voc/acc sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
OSCULUM — res sacra, utpote quâ quasi Anima, quâ nihil nobis pretiosius, transfunditur. Proin eius usque adeo religiosi fuêre Veteres, Romani inprimis, ut cuiquam temere Osculum dare nefas esset, nec Sponso quidem, nihil semel tantum liceret,… … Hofmann J. Lexicon universale
Ευνίκη — Βιβλικό πρόσωπο. Ήταν η μητέρα του αποστόλου Τιμόθεου και κόρη της Λωίδας. Καταγόταν από ιουδαϊκή οικογένεια, αλλά ασπάστηκε τον χριστιανισμό. Παντρεύτηκε Έλληνα, που είχε προσηλυτιστεί από τους εθνικούς. Ο Απόστολος Παύλος τονίζει την… … Dictionary of Greek